πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
ποδός — πούς foot masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαράπους — ποδος, ὁ, ἡ, Α στραβοπόδαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σαίρω «σκουπίζω» + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. καμψί πους, πλατύ πους] … Dictionary of Greek
τραχύπους — ποδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει τραχιά, σκληρά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ταχύ πους, ὠκύ πους] … Dictionary of Greek
πεντεκαιδεκάπους — ποδος, ὁ, Α αυτός που έχει μήκος ή έκταση δεκαπέντε ποδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαίδεκα + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. δί πους] … Dictionary of Greek
υγιόπους — ποδος, ὁ, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός τού οποίου τα πόδια βρίσκονται σε καλή φυσική κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγιής + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ὠκύ πους] … Dictionary of Greek
χλιδωνόπους — ποδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που φορεί κοσμήματα στα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλίδων, ωνος «είδος κοσμήματος» + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. χαλκό πους] … Dictionary of Greek
στερεόπους — ποδος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που έχει σταθερά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + πούς, ποδός] … Dictionary of Greek
χοιρόπους — ποδος, ο, Ν (λόγιος τ.) ζωολ. γένος μαρσιποφόρων θηλαστικών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. choeropus < χοίρος + πους, ποδός] … Dictionary of Greek
χιρόπους — και χειρόπους, ποδος, ὁ, ἡ, Α χειροπόδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιράς / χειράς + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ἐλαφό πους] … Dictionary of Greek
χυτρόπους — και κυθρόπους, ποδος, ὁ, Α 1. χύτρα με πόδια, με στηρίγματα 2. τρίποδο σκεύος πάνω στο οποίο τοποθετούσαν τη χύτρα, η πυροστιά 3. μεγάλη κουτάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. σφηνό πους] … Dictionary of Greek