πούς, ποδός

πούς, ποδός
+ N 3 55-66-49-93-38=301 Gn 8,9; 18,4; 19,2; 24,32(bis)
foot Gn 8,9; footstep, track 2 Kgs 3,9; step Gn 33,14; leg (of a piece of furniture) Ex 25,26; wheel (of a chariot) JgsB 5,28; pattering (of rain) 1 Kgs 18,41; foot (euph. for bottom, anus) JgsB 3,24
κατὰ πόδας on the heels, close behind, in close pursuit Gn 49,19; παρὰ πόδας present before them, yawning before them 3 Mc 5,8; ἐπὶ τῷ ποδί μου at my passing, wherever I go (semit., rendering MT
לרגלי) Gn 30,30
Cf. HARL 1986a, 231; HARLÉ; 1999 99(JosB 3,24); WEVERS 1993 488.553.830

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • ποδός — πούς foot masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαράπους — ποδος, ὁ, ἡ, Α στραβοπόδαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σαίρω «σκουπίζω» + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. καμψί πους, πλατύ πους] …   Dictionary of Greek

  • τραχύπους — ποδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει τραχιά, σκληρά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ταχύ πους, ὠκύ πους] …   Dictionary of Greek

  • πεντεκαιδεκάπους — ποδος, ὁ, Α αυτός που έχει μήκος ή έκταση δεκαπέντε ποδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαίδεκα + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. δί πους] …   Dictionary of Greek

  • υγιόπους — ποδος, ὁ, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός τού οποίου τα πόδια βρίσκονται σε καλή φυσική κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγιής + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ὠκύ πους] …   Dictionary of Greek

  • χλιδωνόπους — ποδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που φορεί κοσμήματα στα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλίδων, ωνος «είδος κοσμήματος» + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. χαλκό πους] …   Dictionary of Greek

  • στερεόπους — ποδος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που έχει σταθερά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + πούς, ποδός] …   Dictionary of Greek

  • χοιρόπους — ποδος, ο, Ν (λόγιος τ.) ζωολ. γένος μαρσιποφόρων θηλαστικών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. choeropus < χοίρος + πους, ποδός] …   Dictionary of Greek

  • χιρόπους — και χειρόπους, ποδος, ὁ, ἡ, Α χειροπόδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιράς / χειράς + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ἐλαφό πους] …   Dictionary of Greek

  • χυτρόπους — και κυθρόπους, ποδος, ὁ, Α 1. χύτρα με πόδια, με στηρίγματα 2. τρίποδο σκεύος πάνω στο οποίο τοποθετούσαν τη χύτρα, η πυροστιά 3. μεγάλη κουτάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. σφηνό πους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”